Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Ιανουάριος — I Ο πρώτος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Πήρε την ονομασία του από τον θεό των Ρωμαίων, Ιανό. Ο Νουμάς Πομπίλιος προσέθεσε τον Ι. στην ενδέκατη θέση στο έτος του Ρωμύλου, που μέχρι τότε απαρτιζόταν από δέκα μήνες. Ο Ι. άλλαξε πολλές φορές… … Dictionary of Greek
Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… … Dictionary of Greek
άγγιαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να τόν πλησιάσει κανείς 2. άψαυστος, άγγιχτος 3. ανέπαφος, ακέραιος 4. μτφ. ευέξαπτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερο < α στερητ. + ’γγιάζω ή < αγγιάζω, όπου η σημασία τής στερήσεως δημιουργήθηκε από το… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
άπλατος — ἄπλατος, ον (Α) [πελάζω] 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πλησιάσει κανείς, απλησίαστος 2. φοβερός, τερατώδης, πελώριος … Dictionary of Greek
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει … Dictionary of Greek
ακριβοθώρητος — η, ο [ακριβοθωρώ] 1. αυτός που τόν βλέπει κανείς σε αραιά χρονικά διαστήματα 2. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν πλησιάσει, δυσπρόσιτος 3. πολύτιμος «Φύτρωσαν άντρες πολεμόχαροι / σαν τα διαμάντια ακριβοθώρητοι» (Κ. Παλαμά, Ασάλ. Ζωή 2121) … Dictionary of Greek
απερίκοπος — η, ο (Μ ἀπερίκοπος, ον) (για τόπο) εκείνος τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να πλησιάσει νεοελλ. (για χρήματα ή λόγους) αμείωτος, αυτός που δεν έχει περικοπεί μσν. αδιάκοπος, ανεμπόδιστος … Dictionary of Greek